- κροταφίζω
- κροτᾰφ-ίζω,A strike on the temples, PLips.40 iii 24 (iv/v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροταφίζω — (AM) [κρόταφος] χτυπώ κάποιον στους κροτάφους … Dictionary of Greek
ἐκροταφίσθη — κροταφίζω strike on the temples aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους … Dictionary of Greek